- διαδορατισμός
- διαδορᾰτ-ισμός, ὁ,A fighting with the spear, M.Ant.7.3 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδορατισμοί — διαδορατισμός fighting with the spear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)